- ηλεκτρομηχανικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται σε μηχανικό σύστημα, το οποίο εκτελεί ηλεκτρικούς χειρισμούς.2. το αρσ. ως ουσ., ηλεκτρομηχανικός μηχανικός ηλεκτρολόγος.3. το θηλ. ως ουσ., ηλεκτρομηχανική η επιστήμη των εφαρμογών του ηλεκτρισμού και της μηχανικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.