ηλεκτρομηχανικός

ηλεκτρομηχανικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται σε μηχανικό σύστημα, το οποίο εκτελεί ηλεκτρικούς χειρισμούς.
2. το αρσ. ως ουσ., ηλεκτρομηχανικός μηχανικός ηλεκτρολόγος.
3. το θηλ. ως ουσ., ηλεκτρομηχανική η επιστήμη των εφαρμογών του ηλεκτρισμού και της μηχανικής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρομηχανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μηχανικό σύστημα που εκτελεί ηλεκτρικούς χειρισμούς 2. χαρακτηρισμός διατάξεων και ελέγχου μιας συσκευής, όταν η διάταξη αποτελείται από ένα σύνολο μηχανικών μερών που οι κινήσεις τους, σε συνδυασμό με… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομηχανικός ταλαντογράφος — Όργανο αυτογραφικής αποτύπωσης ταλαντώσεων. Βλ. λ. ταλαντογράφος· ταλαντοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • Κλαρκ, Λάτιμερ — (Latimer Clark, Γκρέιτ Μάρλοου 1822 – Λονδίνο 1898). Άγγλος ηλεκτρομηχανικός και εφευρέτης. Ως μηχανικός της Αγγλικής Τηλεγραφικής Εταιρείας εγκατέστησε πολλές τηλεγραφικές γραμμές. Το 1854 επινόησε σύστημα για την προώθηση των ταχυδρομικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”